Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποτροπάδην
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπάομαι
ἀποτροπή
ἀποτροπία
ἀποτροπιάζω
ἀποτροπίασμα
ἀποτροπιασμός
ἀποτροπιαστής
ἀποτροπιαστικός
ἀποτρόπιμος
ἀποτρόπιος
ἀπότροπος
ἀποτροφή
ἀποτρόφιμος
ἀπότροφος
ἀποτροχίζω
ἀπότροχος
ἀποτρυγάω
ἀποτρυγίζω
ἀποτρύζω
View word page
ἀποτρόπιμος
ἀποτρόπ-ιμος, ον,
A). = ἀποτρόπαιος , Hsch. s.v. ὀξυθυμία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποτρόπιμος
Headword (normalized):
ἀποτρόπιμος
Headword (normalized/stripped):
αποτροπιμος
IDX:
14125
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14126
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποτρόπ-ιμος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀποτρόπαιος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ὀξυθυμία.</span> </div> </div><br><br>'}