Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπότριχος
ἀπότριψις
ἀποτροπάδην
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπάομαι
ἀποτροπή
ἀποτροπία
ἀποτροπιάζω
ἀποτροπίασμα
ἀποτροπιασμός
ἀποτροπιαστής
ἀποτροπιαστικός
ἀποτρόπιμος
ἀποτρόπιος
ἀπότροπος
ἀποτροφή
ἀποτρόφιμος
ἀπότροφος
ἀποτροχίζω
ἀπότροχος
ἀποτρυγάω
View word page
ἀποτροπιαστής
ἀποτροπ-ιαστής, οῦ, ,
A). averter, Sch. A. l.c.


ShortDef

averter

Debugging

Headword:
ἀποτροπιαστής
Headword (normalized):
ἀποτροπιαστής
Headword (normalized/stripped):
αποτροπιαστης
IDX:
14123
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14124
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποτροπ-ιαστής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">averter,</span> Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> </span> l.c.</div> </div><br><br>'}