Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποτριτόω
ἀποτρίτωσις
ἀπότριχος
ἀπότριψις
ἀποτροπάδην
ἀποτρόπαιος
ἀποτροπάομαι
ἀποτροπή
ἀποτροπία
ἀποτροπιάζω
ἀποτροπίασμα
ἀποτροπιασμός
ἀποτροπιαστής
ἀποτροπιαστικός
ἀποτρόπιμος
ἀποτρόπιος
ἀπότροπος
ἀποτροφή
ἀποτρόφιμος
ἀπότροφος
ἀποτροχίζω
View word page
ἀποτροπίασμα
ἀποτροπ-ίασμα
,
ατος
,
τό
,
A).
sacrifice to avert evil,
Hsch.
ShortDef
sacrifice to avert evil
Debugging
Headword:
ἀποτροπίασμα
Headword (normalized):
ἀποτροπίασμα
Headword (normalized/stripped):
αποτροπιασμα
IDX:
14121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14122
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποτροπ-ίασμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sacrifice to avert evil,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}