Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀβολέω
ἀβολητύς
ἀβολήτωρ
ἀβόλλα
ἄβολος
ἀβόρβορος
Ἀβοριγῖνες
ἄβορος
ἀβοσκής
ἀβόσκητος
ἄβοστοι
ἄβοτος
ἀβουχόλητος
ἀβουλεί
ἀβούλευτος
ἀβουλέω
ἀβούλητος
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβουσκολεῖ
ἀβούτης
View word page
ἄβοστοι
ἄβοστοι·
οἱ αἴτησιν ὑπὸ Λακώνων,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἄβοστοι
Headword (normalized):
ἄβοστοι
Headword (normalized/stripped):
αβοστοι
IDX:
140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-141
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἄβοστοι·</span> <span class="foreign greek">οἱ αἴτησιν ὑπὸ Λακώνων,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}