Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποτομή
ἀποτομία
ἀπότομος
ἀποτοξεύω
ἀποτορεύω
ἀποτορνεύω
ἀποτόρνωσις
ἄποτος
ἀποτραγεῖν
ἀποτράγημα
ἀποτραγοπώγων
ἀποτραχηλίζω
ἀποτραχύνω
ἀποτρέκω
ἀποτρεπτέον
ἀποτρεπτικός
ἀπότρεπτος
ἀποτρέπω
ἀποτρέφω
ἀποτρέχω
ἀπότρεψις
View word page
ἀποτραγοπώγων
ἀποτρᾰγοπώγων,
A). = λάδανον , Gal. 12.423 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποτραγοπώγων
Headword (normalized):
ἀποτραγοπώγων
Headword (normalized/stripped):
αποτραγοπωγων
IDX:
14094
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14095
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποτρᾰγοπώγων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λάδανον</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 12.423 </span>.</div> </div><br><br>'}