Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποτεμαχίζω
ἀποτέμνω
ἀπότεξις
ἀποτερατεύομαι
ἀποτερματίζω
ἀποτερματισμός
ἀποτετερματισμένως
ἀποτετραγωνίζω
ἀποτετραίνω
ἀπότευγμα
ἀποτευκτέω
ἀποτευκτικός
ἀπότευξις
ἀποτεφρόω
ἀποτηγανίζω
ἀποτήκω
ἀποτῆλε
ἀποτηλόθεν
ἀποτηλόθι
ἀποτηλοῦ
ἀπότηξις
View word page
ἀποτευκτέω
ἀπο-τευκτέω,
A). = ἀποτυγχάνω , Phot. s.v. οὐκ ἀποτευκτήσεις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποτευκτέω
Headword (normalized):
ἀποτευκτέω
Headword (normalized/stripped):
αποτευκτεω
IDX:
14035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14036
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπο-τευκτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀποτυγχάνω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phot.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">οὐκ ἀποτευκτήσεις.</span> </div> </div><br><br>'}