Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποτελευτή
ἀποτελεύτησις
ἀποτελέω
ἀποτελωνέομαι
ἀποτεμαχίζω
ἀποτέμνω
ἀπότεξις
ἀποτερατεύομαι
ἀποτερματίζω
ἀποτερματισμός
ἀποτετερματισμένως
ἀποτετραγωνίζω
ἀποτετραίνω
ἀπότευγμα
ἀποτευκτέω
ἀποτευκτικός
ἀπότευξις
ἀποτεφρόω
ἀποτηγανίζω
ἀποτήκω
ἀποτῆλε
View word page
ἀποτετερματισμένως
ἀποτετερμᾰτισμένως, Adv.
A). definitely, Hsch. s.v. ἀμφιτέρμως.


ShortDef

definitely

Debugging

Headword:
ἀποτετερματισμένως
Headword (normalized):
ἀποτετερματισμένως
Headword (normalized/stripped):
αποτετερματισμενως
IDX:
14031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14032
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποτετερμᾰτισμένως</span>, Adv. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">definitely,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἀμφιτέρμως.</span> </div> </div><br><br>'}