Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποτείχισις
ἀποτείχισμα
ἀποτειχισμός
ἀποτειχιστέον
ἀποτεκμαίρομαι
ἀποτεκνόομαι
ἀπότεκνος
ἀποτέλειος
ἀποτελειόω
ἀποτελείωσις
ἀποτελέσιμος
ἀποτέλεσις
ἀποτέλεσμα
ἀποτελεσματικός
ἀποτελεσματογραφία
ἀποτελεσματολόγος
ἀποτελεστέον
ἀποτελεστικός
ἀποτελευτάω
ἀποτελευτή
ἀποτελεύτησις
View word page
ἀποτελέσιμος
ἀποτελ-έσιμος
,
η
,
ον
,
A).
effective,
Hsch.
s.v.
θεμινήσασα.
ShortDef
effective
Debugging
Headword:
ἀποτελέσιμος
Headword (normalized):
ἀποτελέσιμος
Headword (normalized/stripped):
αποτελεσιμος
IDX:
14012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14013
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποτελ-έσιμος</span>, <span class="itype greek">η</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">effective,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">θεμινήσασα.</span> </div> </div><br><br>'}