Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπότασις
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀπόταυρος
ἀπόταφος
ἀποτάφρευσις
ἀποταφρεύω
ἀποτέγγω
ἀπότεγμα
ἀποτείνω
ἀπότεισις
ἀπότεισμα
ἀποτειχίζω
ἀποτείχισις
ἀποτείχισμα
ἀποτειχισμός
ἀποτειχιστέον
ἀποτεκμαίρομαι
ἀποτεκνόομαι
ἀπότεκνος
ἀποτέλειος
View word page
ἀπότεισις
ἀπό-τεισις,
A). v. ἀπότισις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπότεισις
Headword (normalized):
ἀπότεισις
Headword (normalized/stripped):
αποτεισις
IDX:
13999
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-14000
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπό-τεισις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀπότισις.</span> </div> </div><br><br>'}