Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποτάδων
ἀποτακτέον
ἀποτακτήρ
ἀποτακτικός
ἀποτακτῖται
ἀπότακτος
ἀποταμία
ἀποταμιεύομαι
ἀποτάμνω
ἀποτανύω
ἀποτάξιον
ἀπόταξις
ἀποταρταρόομαι
ἀπότασις
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀπόταυρος
ἀπόταφος
ἀποτάφρευσις
ἀποταφρεύω
ἀποτέγγω
View word page
ἀποτάξιον
ἀποτάξιον·
ἀπόπομπον,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποτάξιον
Headword (normalized):
ἀποτάξιον
Headword (normalized/stripped):
αποταξιον
IDX:
13986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13987
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποτάξιον·</span> <span class="foreign greek">ἀπόπομπον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}