Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπόταγμα
ἀποτάδην
ἀποτάδων
ἀποτακτέον
ἀποτακτήρ
ἀποτακτικός
ἀποτακτῖται
ἀπότακτος
ἀποταμία
ἀποταμιεύομαι
ἀποτάμνω
ἀποτανύω
ἀποτάξιον
ἀπόταξις
ἀποταρταρόομαι
ἀπότασις
ἀποτάσσω
ἀποταυρόομαι
ἀπόταυρος
ἀπόταφος
ἀποτάφρευσις
View word page
ἀποτάμνω
ἀποτάμνω, Dor. and Ion. for ἀποτέμνω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποτάμνω
Headword (normalized):
ἀποτάμνω
Headword (normalized/stripped):
αποταμνω
IDX:
13984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13985
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποτάμνω</span>, Dor. and Ion. for <span class="foreign greek">ἀποτέμνω.</span> </div><br><br>'}