Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποσῴζω
ἀποσωματωσις
ἀποσωρεύω
ἀποταγή
ἀποταγηνίζω
ἀπόταγμα
ἀποτάδην
ἀποτάδων
ἀποτακτέον
ἀποτακτήρ
ἀποτακτικός
ἀποτακτῖται
ἀπότακτος
ἀποταμία
ἀποταμιεύομαι
ἀποτάμνω
ἀποτανύω
ἀποτάξιον
ἀπόταξις
ἀποταρταρόομαι
ἀπότασις
View word page
ἀποτακτικός
ἀπο-τακτικός, , = foreg., PFlor. 71.722 (iv A. D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποτακτικός
Headword (normalized):
ἀποτακτικός
Headword (normalized/stripped):
αποτακτικος
IDX:
13979
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13980
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπο-τακτικός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PFlor.</span> 71.722 </span> (iv A. D.).</div><br><br>'}