Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποσχοινίζω
ἀποσχολάζω
ἀπόσχολος
ἀποσῴζω
ἀποσωματωσις
ἀποσωρεύω
ἀποταγή
ἀποταγηνίζω
ἀπόταγμα
ἀποτάδην
ἀποτάδων
ἀποτακτέον
ἀποτακτήρ
ἀποτακτικός
ἀποτακτῖται
ἀπότακτος
ἀποταμία
ἀποταμιεύομαι
ἀποτάμνω
ἀποτανύω
ἀποτάξιον
View word page
ἀποτάδων
ἀποτάδων·
ἐκτεταμένων,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποτάδων
Headword (normalized):
ἀποτάδων
Headword (normalized/stripped):
αποταδων
IDX:
13976
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13977
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποτάδων·</span> <span class="foreign greek">ἐκτεταμένων,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}