Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποσχίς
ἀπόσχισις
ἀπόσχισμα
ἀποσχοινίζω
ἀποσχολάζω
ἀπόσχολος
ἀποσῴζω
ἀποσωματωσις
ἀποσωρεύω
ἀποταγή
ἀποταγηνίζω
ἀπόταγμα
ἀποτάδην
ἀποτάδων
ἀποτακτέον
ἀποτακτήρ
ἀποτακτικός
ἀποτακτῖται
ἀπότακτος
ἀποταμία
ἀποταμιεύομαι
View word page
ἀποταγηνίζω
ἀποτᾰγηνίζω,
A). v. ἀποτηγανίζω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποταγηνίζω
Headword (normalized):
ἀποταγηνίζω
Headword (normalized/stripped):
αποταγηνιζω
IDX:
13973
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13974
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποτᾰγηνίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀποτηγανίζω.</span> </div> </div><br><br>'}