Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποσυμβιβάζω
ἀποσυμβολ
ἀποσυμβουλεύω
ἀποσυμμίγνυμι
ἀποσυνάγω
ἀποσυνάγωγος
ἀποσυνεθίζω
ἀποσυνεργέω
ἀποσυνέργησις
ἀποσυνίστημι
ἀποσυντάσσω
ἀποσυριγγόω
ἀποσυρίζω
ἀπόσυρμα
ἀποσύρω
ἀποσυσσιτέω
ἀποσυστατικὰ
ἀπόσφαγμα
ἀποσφάζω
ἀποσφαιρίζομαι
ἀποσφαίρισις
View word page
ἀποσυντάσσω
ἀποσυν-τάσσω
,
A).
order to be supplied, PS
14.418
(iii B. C.).
ShortDef
order to be supplied, PS
Debugging
Headword:
ἀποσυντάσσω
Headword (normalized):
ἀποσυντάσσω
Headword (normalized/stripped):
αποσυντασσω
IDX:
13916
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13917
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποσυν-τάσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">order to be supplied, PS</span> <span class="bibl"> 14.418 </span> (iii B. C.).</div> </div><br><br>'}