Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποστύγησις
ἀποστυπάζω
ἀποστυφελίζω
ἀποστύφω
ἀποσυγχωρέω
ἀποσυκάζω
ἀποσυκίζω
ἀποσυλάω
ἀποσυμβαίνω
ἀποσυμβιβάζω
ἀποσυμβολ
ἀποσυμβουλεύω
ἀποσυμμίγνυμι
ἀποσυνάγω
ἀποσυνάγωγος
ἀποσυνεθίζω
ἀποσυνεργέω
ἀποσυνέργησις
ἀποσυνίστημι
ἀποσυντάσσω
ἀποσυριγγόω
View word page
ἀποσυμβολ
ἀποσυμβολ .. .· συναντᾶν, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποσυμβολ
Headword (normalized):
ἀποσυμβολ
Headword (normalized/stripped):
αποσυμβολ
IDX:
13907
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13908
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποσυμβολ .. .·</span> <span class="foreign greek">συναντᾶν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}