Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποστράβοομαι
ἀποστραγγαλίζω
ἀποστραγγίζω
ἀποστρακίζω
ἀποστρακόομαι
ἀποστράπτω
ἀποστρατεύομαι
ἀποστράτηγος
ἀποστρατοπεδεύομαι
ἀποστρεβαλόομαι
ἀποστρεπτικός
ἀπόστρεπτος
ἀποστρέφω
ἀποστροφή
ἀποστροφία
ἀπόστροφος
ἀποστρυθάομαι
ἀποστρώννυμι
ἀποστυγέω
ἀποστύγησις
ἀποστυπάζω
View word page
ἀποστρεπτικός
ἀπο-στρεπτικός, , όν,
A). repellent, Gal. 4.819 .


ShortDef

repellent

Debugging

Headword:
ἀποστρεπτικός
Headword (normalized):
ἀποστρεπτικός
Headword (normalized/stripped):
αποστρεπτικος
IDX:
13888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13889
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπο-στρεπτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">repellent,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 4.819 </span>.</div> </div><br><br>'}