Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποστερεόω
ἀποστέρεσις
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητέον
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίζω
ἀποστερίσκω
ἀποστερνίζω
ἀποστεφανόω
ἀποστηθίζω
ἀπόστημα
ἀποστηματίας
ἀποστηματικός
ἀποστημάτιον
ἀποστηματώδης
ἀποστήριγμα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστήριξις
View word page
ἀποστερνίζω
ἀποστερνίζω,
A). expectorate, Gloss.


ShortDef

expectorate

Debugging

Headword:
ἀποστερνίζω
Headword (normalized):
ἀποστερνίζω
Headword (normalized/stripped):
αποστερνιζω
IDX:
13849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13850
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποστερνίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">expectorate,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}