Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀδικαίαρχος
ἀδικαιοδότητος
ἀδίκαστος
ἀδίκευσις
ἀδικέω
ἀδίκη
ἀδίκημα
ἀδικητέον
ἀδικητής
ἀδικητικός
ἀδικήω
ἀδικία
ἀδίκιον
ἀδικοδοξέω
ἀδικοδοξία
ἀδικοκρισία
ἀδικομαχέω
ἀδικομαχία
ἀδικόμαχος
ἀδικομήχανος
ἀδικοπήμων
View word page
ἀδικήω
ἀδικ-ήω,
A). v. ἀδικέω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀδικήω
Headword (normalized):
ἀδικήω
Headword (normalized/stripped):
αδικηω
IDX:
1383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1384
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀδικ-ήω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀδικέω</span> .</div> </div><br><br>'}