Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποστάτις
ἀποσταυρόω
ἀποσταφιδόομαι
ἀποσταχύω
ἀποστεγάζω
ἀποστέγασμα
ἀποστέγασσις
ἀποστεγνόω
ἀποστέγω
ἀποστείνομαι
ἀποστεινόω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενοχωρέω
ἀποστενόω
ἀποστένω
ἀποστένωσις
ἀποστενωτικός
ἀποστεπτικός
ἀποστέργω
ἀποστερεόω
View word page
ἀποστεινόω
ἀποστεινόω
, poet. for
ἀποστενόω.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποστεινόω
Headword (normalized):
ἀποστεινόω
Headword (normalized/stripped):
αποστεινοω
IDX:
13829
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13830
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποστεινόω</span>, poet. for <span class="foreign greek">ἀποστενόω.</span> </div><br><br>'}