Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπόστα
ἀπόσταγμα
ἀποσταδά
ἀποσταδόν
ἀποστάζω
ἀποστάλαγμα
ἀποσταλάζω
ἀποσταλάω
ἀπόσταλμα
ἀποσταλτέον
ἀποστάνομαι
ἀπόσταξις
ἀποστασία
ἀποστασίου
ἀπόστασις
ἀποστατέον
ἀποστατέω
ἀποστατήρ
ἀποστάτης
ἀποστατικός
ἀποστάτις
View word page
ἀποστάνομαι
ἀποστάνομαι
,
A).
=
ἀφίσταμαι
,
PGen.
53.21
(iv A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποστάνομαι
Headword (normalized):
ἀποστάνομαι
Headword (normalized/stripped):
αποστανομαι
IDX:
13809
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13810
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποστάνομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀφίσταμαι</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PGen.</span> 53.21 </span> (iv A.D.).</div> </div><br><br>'}