Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποσπογγίζω
ἀποσπογγισμά
ἀποσπογγισμός
ἀποσπογγιστέον
ἀποσποδέω
ἀπόσπονδος
ἀπόσπορος
ἀποσπουδάζω
ἀποσσεύω
ἀπόσσυτος
ἀπόστα
ἀπόσταγμα
ἀποσταδά
ἀποσταδόν
ἀποστάζω
ἀποστάλαγμα
ἀποσταλάζω
ἀποσταλάω
ἀπόσταλμα
ἀποσταλτέον
ἀποστάνομαι
View word page
ἀπόστα
ἀπόστα
, for
ἀπόστηθι,
aor. 2 imper. of
ἀφίστημι.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπόστα
Headword (normalized):
ἀπόστα
Headword (normalized/stripped):
αποστα
IDX:
13799
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13800
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπόστα</span>, for <span class="foreign greek">ἀπόστηθι,</span> aor. 2 imper. of <span class="foreign greek">ἀφίστημι.</span> </div><br><br>'}