Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποσπινθηρισμός
ἀπόσπληνος
ἀποσπογγίζω
ἀποσπογγισμά
ἀποσπογγισμός
ἀποσπογγιστέον
ἀποσποδέω
ἀπόσπονδος
ἀπόσπορος
ἀποσπουδάζω
ἀποσσεύω
ἀπόσσυτος
ἀπόστα
ἀπόσταγμα
ἀποσταδά
ἀποσταδόν
ἀποστάζω
ἀποστάλαγμα
ἀποσταλάζω
ἀποσταλάω
ἀπόσταλμα
View word page
ἀποσσεύω
ἀποσσεύω, poet. for ἀποσεύω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποσσεύω
Headword (normalized):
ἀποσσεύω
Headword (normalized/stripped):
αποσσευω
IDX:
13797
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13798
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποσσεύω</span>, poet. for <span class="foreign greek">ἀποσεύω.</span> </div><br><br>'}