Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποσπασμάτιον
ἀποσπασμός
ἀποσπαστέον
ἀπόσπαστος
ἀποσπάω
ἀποσπείρω
ἀποσπένδω
ἀποσπερμαίνω
ἀποσπερματίζω
ἀποσπερμάτισις
ἀποσπερματισμός
ἀποσπερματόομαι
ἀποσπεύδω
ἀποσπινθηρίζω
ἀποσπινθηρισμός
ἀπόσπληνος
ἀποσπογγίζω
ἀποσπογγισμά
ἀποσπογγισμός
ἀποσπογγιστέον
ἀποσποδέω
View word page
ἀποσπερματισμός
ἀποσπερμ-ᾰτισμός, , = foreg., Tz.ad Lyc. 598 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποσπερματισμός
Headword (normalized):
ἀποσπερματισμός
Headword (normalized/stripped):
αποσπερματισμος
IDX:
13783
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13784
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποσπερμ-ᾰτισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = foreg., Tz.ad<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 598 </span>.</div><br><br>'}