Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποσμικρύνω
ἀποσμιλαίνω
ἀποσμίλευμα
ἀποσμιλεύω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσόβημα
ἀποσόβησις
ἀποσοβητέον
ἀποσοβητήρ
ἀποσοβητήριος
ἀποσοβητής
ἀποσοβητικός
ἄποσος
ἀποσοφόομαι
ἀποσπάδιος
ἀποσπάδων
ἀποδπαίρω
ἀποσπαλακόω
ἀποσπάραγμα
ἀποσπαράσσω
View word page
ἀποσοβητήριος
ἀποσοβ-ητήριος
,
α
,
ον
,gloss on
ἀλεξητήριος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποσοβητήριος
Headword (normalized):
ἀποσοβητήριος
Headword (normalized/stripped):
αποσοβητηριος
IDX:
13757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13758
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποσοβ-ητήριος</span>, <span class="itype greek">α</span>,<span class="itype greek">ον</span>,gloss on <span class="foreign greek">ἀλεξητήριος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}