Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποσιτίξομαι
ἀποσιτικός
ἀπόσιτος
ἀποσιωπάω
ἀποσιώπησις
ἀποσκάλλω
ἀποσκαμυνθίξειν
ἀποσκάπτω
ἀποσκαρίξω
ἀποσκεδάννυμι
ἀποσκελίσαι
ἀποσκέλλω
ἀποσκεπάξω
ἀποσκεπαρνισμός
ἀποσκεπτέον
ἀποσκέπτομαι
ἀποσκέπω
ἀποσκευάξω
ἀποσκευή
ἀπόσκημμα
ἀποσκηνέω
View word page
ἀποσκελίσαι
ἀποσκελίσαι: παιδικὴν ὄρχησιν ὀρχήσασθαι, Hsch. (-ῆσαι cod.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποσκελίσαι
Headword (normalized):
ἀποσκελίσαι
Headword (normalized/stripped):
αποσκελισαι
IDX:
13691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13692
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποσκελίσαι</span>: <span class="foreign greek">παιδικὴν ὄρχησιν ὀρχήσασθαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (<span class="foreign greek">-ῆσαι</span> cod.).</div><br><br>'}