Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποσημάντωρ
ἀποσημειόομαι
ἀποσημείωσις
ἀποσήπομαι
ἀποσήχειν
ἀπόσηψις
ἀποσιγάω
ἀποσίγησις
ἀποσιμόω
ἀποσίμωσις
ἀποσιόομαι
ἀποσιτέω
ἀποσιτία
ἀποσιτίξομαι
ἀποσιτικός
ἀπόσιτος
ἀποσιωπάω
ἀποσιώπησις
ἀποσκάλλω
ἀποσκαμυνθίξειν
ἀποσκάπτω
View word page
ἀποσιόομαι
ἀποσιόομαι, Ion. for ἀφοσιόομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποσιόομαι
Headword (normalized):
ἀποσιόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποσιοομαι
IDX:
13678
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13679
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποσιόομαι</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ἀφοσιόομαι.</span> </div><br><br>'}