Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποσαλεύω
ἀποσαρκόομαι
ἀποσάττω
ἀποσαφέω
ἀποσαφηνίζω
ἀποσβαίῳ
ἀποσβέννυμι
ἀπόσβεσις
ἀποσειρόω
ἀπόσεισις
ἀπόσεισμα
ἀποσείω
ἀποσεμνύνω
ἀποσεύω
ἀποσήθω
ἀποσηκόω
ἀποσημαίνω
ἀποσημάντωρ
ἀποσημειόομαι
ἀποσημείωσις
ἀποσήπομαι
View word page
ἀπόσεισμα
ἀπό-σεισμα, ατος, τό,
A). f.l. for ὑπο- , Gal. 13.784 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπόσεισμα
Headword (normalized):
ἀπόσεισμα
Headword (normalized/stripped):
αποσεισμα
IDX:
13661
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13662
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπό-σεισμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ὑπο-</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 13.784 </span>.</div> </div><br><br>'}