Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπόρροια
ἀπορροιβδέω
ἄπορρον
ἀπόρροος
ἀπορροφέω
ἀπορρυΐσκω
ἀπορρυπαίνω
ἀπορρυπόω
ἀπορρύπτω
ἀπόρρυσις
ἀπορρυταλίξαι
ἀπόρρυτος
ἀπόρρυψις
ἀπορρωγάς
ἀπορρώξ
ἀπορύσσω
ἀπορφανίζω
ἀπόρφυρος
ἀπορχέομαι
ἀπος
ἀποσαλεύω
View word page
ἀπορρυταλίξαι
ἀπορρυταλίξαι·
ἀποσπάσαι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπορρυταλίξαι
Headword (normalized):
ἀπορρυταλίξαι
Headword (normalized/stripped):
απορρυταλιξαι
IDX:
13641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13642
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπορρυταλίξαι·</span> <span class="foreign greek">ἀποσπάσαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}