Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπορία
ἀπορικός
ἀπορνεόω
ἀπορνέωσις
ἀπορνιθόομαι
ἀπόρνυμαι
ἀποροποίητος
ἄπορος
ἀπορούω
ἀπορρ
ἀπορραψεῖς
ἀπορρᾳθυμέω
ἀπορραίνω
ἀπορραΐς
ἀπορραίω
ἀπόρρανθρον
ἀπορραντήριον
ἀπορραντίζω
ἀπόρραξις
ἀπορραπίζω
ἀπορραπιστέον
View word page
ἀπορραψεῖς
ἀπορραψεῖς
:
οἱ καθαρμοί,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀπορραψεῖς
Headword (normalized):
ἀπορραψεῖς
Headword (normalized/stripped):
απορραψεις
IDX:
13589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13590
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπορραψεῖς</span>: <span class="foreign greek">οἱ καθαρμοί,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}