ἀπορητικός
ἀπορ-ητικός, ή, όν,
A). inclined to doubt, Aem. 14 , P. 1.221 , al.; ἀ. καὶ σκεπτικοί , cf. 9.69 . Adv. 11.5.6 -κῶς M. 7.30 , in Prm. p.562S.
2). dubitative, ἐπίρρημα ; 7.661 ὕμνοι Men.Rh. p.343S.