Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπόρανθρον
ἀποράξ
ἀποραφανίδωσις
ἀποργάζω
ἀποργής
ἀποργίζομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέγω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω1
ἀπορέω2
ἀπόρημα
ἀπορηματικός
ἀπορησία
ἀπορητέον
ἀπορητικός
ἀπόρθητος
ἀπορθόω
ἀπόρθωμα
ἀπόρθωσις
View word page
ἀπορέω1
ἀπορέω
(A), Ion. for
ἀφοράω.
ShortDef
[(Ion.) > ἀφοράω]
to be at a loss
Debugging
Headword:
ἀπορέω1
Headword (normalized):
ἀπορέω
Headword (normalized/stripped):
απορεω1
IDX:
13568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13569
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπορέω</span> (A), Ion. for <span class="foreign greek">ἀφοράω.</span> </div><br><br>'}