Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποπυργίζοντες
ἀποπυρίας
ἀποπυριατέον
ἀποπυριάω
ἀποπυρίζω
ἀποπυρίς
ἀποπυτίζω
ἀποπωμάζω
ἀποπωματίζω
ἀπόρανθρον
ἀποράξ
ἀποραφανίδωσις
ἀποργάζω
ἀποργής
ἀποργίζομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέγω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω1
ἀπορέω2
View word page
ἀποράξ
ἀποράξ· ἀπόρροια, ἀπόσπασμα, ἀπότμημα, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποράξ
Headword (normalized):
ἀποράξ
Headword (normalized/stripped):
αποραξ
IDX:
13559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13560
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποράξ·</span> <span class="foreign greek">ἀπόρροια, ἀπόσπασμα, ἀπότμημα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}