Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποπυνθάνομαι
ἀποπυργίζοντες
ἀποπυρίας
ἀποπυριατέον
ἀποπυριάω
ἀποπυρίζω
ἀποπυρίς
ἀποπυτίζω
ἀποπωμάζω
ἀποπωματίζω
ἀπόρανθρον
ἀποράξ
ἀποραφανίδωσις
ἀποργάζω
ἀποργής
ἀποργίζομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέγω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
ἀπορέω1
View word page
ἀπόρανθρον
ἀπόρανθρον, τό,
A). v. ἀπόρρανθρον.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπόρανθρον
Headword (normalized):
ἀπόρανθρον
Headword (normalized/stripped):
απορανθρον
IDX:
13558
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13559
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπόρανθρον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀπόρρανθρον.</span> </div> </div><br><br>'}