Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποπυκνόομαι
ἀποπυνθάνομαι
ἀποπυργίζοντες
ἀποπυρίας
ἀποπυριατέον
ἀποπυριάω
ἀποπυρίζω
ἀποπυρίς
ἀποπυτίζω
ἀποπωμάζω
ἀποπωματίζω
ἀπόρανθρον
ἀποράξ
ἀποραφανίδωσις
ἀποργάζω
ἀποργής
ἀποργίζομαι
ἀπορέγχω
ἀπορέγω
ἀπορέπω
ἀπόρευτος
View word page
ἀποπωματίζω
ἀπο-πωμᾰτίζω, = foreg., Gal. 14.268 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπωματίζω
Headword (normalized):
ἀποπωματίζω
Headword (normalized/stripped):
αποπωματιζω
IDX:
13557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13558
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπο-πωμᾰτίζω</span>, = foreg., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.268 </span>.</div><br><br>'}