Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποπτάω
ἀποπτερνίζω
ἀποπτερυγίζομαι
ἀποπτερυγόομαι
ἀποπτερύσσομαι
ἀποπτεύω
ἀποπτήσσω
ἀπόπτισμα
ἀποπτίσσω
ἀποπτοέω
ἀπόπτολις
ἄποπτος
ἀπόπτυγμα
ἀποπτύρω
ἀπόπτυσμα
ἀποπτύσσω
ἀποπτυστήρ
ἀπόπτυστος
ἀποπτύω
ἀπόπτωμα
ἀπόπτωσις
View word page
ἀπόπτολις
ἀπόπτολις,
A). v. ἀπόπολις.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀπόπτολις
Headword (normalized):
ἀπόπτολις
Headword (normalized/stripped):
αποπτολις
IDX:
13531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13532
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπόπτολις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ἀπόπολις.</span> </div> </div><br><br>'}