Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀπόπροσθεν
ἀποπροσποιέομαι
ἀποπροσωπίζομαι
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἀποπρωΐ
ἀποπτάω
ἀποπτερνίζω
ἀποπτερυγίζομαι
ἀποπτερυγόομαι
ἀποπτερύσσομαι
ἀποπτεύω
ἀποπτήσσω
ἀπόπτισμα
ἀποπτίσσω
ἀποπτοέω
ἀπόπτολις
ἄποπτος
ἀπόπτυγμα
ἀποπτύρω
ἀπόπτυσμα
View word page
ἀποπτερύσσομαι
ἀπο-πτερύσσομαι·
ἀποπτερυγίζομαι,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποπτερύσσομαι
Headword (normalized):
ἀποπτερύσσομαι
Headword (normalized/stripped):
αποπτερυσσομαι
IDX:
13525
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13526
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπο-πτερύσσομαι·</span> <span class="foreign greek">ἀποπτερυγίζομαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}