Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποπροθορεῖν
ἀποπροΐημι
ἀποπροικίζω
ἀποπρολείπω
ἀποπρονοσφίζω
ἀπόπροσθεν
ἀποπροσποιέομαι
ἀποπροσωπίζομαι
ἀποπροτέμνω
ἀποπροφεύγω
ἀποπρωΐ
ἀποπτάω
ἀποπτερνίζω
ἀποπτερυγίζομαι
ἀποπτερυγόομαι
ἀποπτερύσσομαι
ἀποπτεύω
ἀποπτήσσω
ἀπόπτισμα
ἀποπτίσσω
ἀποπτοέω
View word page
ἀποπρωΐ
ἀποπρωΐ,
A). early, Gloss.


ShortDef

early

Debugging

Headword:
ἀποπρωΐ
Headword (normalized):
ἀποπρωΐ
Headword (normalized/stripped):
αποπρωι
IDX:
13520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13521
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποπρωΐ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">early,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}