Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπνοή
ἀπόπνοια
ἀποποιέω
ἀποποίησις
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
ἀποπολιτεύω
ἀποπομπαῖος
ἀποπομπέω
ἀποπομπή
ἀποπόμπιμος
ἀποπονέω
ἀποποντόω
ἀποπορδή
ἀποπορεία
ἀποπορεύομαι
ἀποπορευτέα
ἀποπορπάω
ἀπόπραμα
View word page
ἀποπομπέω
ἀποπομπ-έω· ἀποπέμπομαι, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπομπέω
Headword (normalized):
ἀποπομπέω
Headword (normalized/stripped):
αποπομπεω
IDX:
13481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13482
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποπομπ-έω·</span> <span class="foreign greek">ἀποπέμπομαι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}