Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποπλοκίαι
ἀπόπλοος
ἀπόπλοος
ἀπόπλυμα
ἀπόπλυνσις
ἀποπλύνω
ἀπόπλυσις
ἀποπλυτέον
ἀποπλώω
ἀποπνευματίζω
ἀποπνευματισμός
ἀποπνευμάτωσις
ἀποπνεύματος
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπνοή
ἀπόπνοια
ἀποποιέω
ἀποποίησις
ἀποπολεμέω
ἀπόπολις
View word page
ἀποπνευματισμός
ἀποπνευματ-ισμός, , Hsch.
A). s.v. πετραδεῖλαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπνευματισμός
Headword (normalized):
ἀποπνευματισμός
Headword (normalized/stripped):
αποπνευματισμος
IDX:
13468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13469
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποπνευματ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> s.v. <span class="ref greek">πετραδεῖλαι.</span> </div> </div><br><br>'}