Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπόπλοια
ἀποπλοκή
ἀποπλοκίαι
ἀπόπλοος
ἀπόπλοος
ἀπόπλυμα
ἀπόπλυνσις
ἀποπλύνω
ἀπόπλυσις
ἀποπλυτέον
ἀποπλώω
ἀποπνευματίζω
ἀποπνευματισμός
ἀποπνευμάτωσις
ἀποπνεύματος
ἀποπνέω
ἀποπνίγω
ἀποπνοή
ἀπόπνοια
ἀποποιέω
ἀποποίησις
View word page
ἀποπλώω
ἀποπλώω, Ion. for -πλέω: ἀποπνείω, Ion. for -πνέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπλώω
Headword (normalized):
ἀποπλώω
Headword (normalized/stripped):
αποπλωω
IDX:
13466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13467
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποπλώω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">-πλέω</span>: <span class="orth greek">ἀποπνείω</span>, Ion. for <span class="foreign greek">-πνέω.</span> </div><br><br>'}