Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπόπληξις
ἀποπληρόω
ἀποπληρωματικός
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπληρωτικός
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοια
ἀποπλοκή
ἀποπλοκίαι
ἀπόπλοος
ἀπόπλοος
ἀπόπλυμα
ἀπόπλυνσις
ἀποπλύνω
ἀπόπλυσις
ἀποπλυτέον
ἀποπλώω
ἀποπνευματίζω
ἀποπνευματισμός
View word page
ἀποπλοκίαι
ἀποπλοκίαι· ἐμπλοκαί ( Lacon.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπλοκίαι
Headword (normalized):
ἀποπλοκίαι
Headword (normalized/stripped):
αποπλοκιαι
IDX:
13458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13459
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποπλοκίαι·</span> <span class="foreign greek">ἐμπλοκαί</span> ( Lacon.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}