Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποπλέω
ἀποπληγία
ἀποπληκτεύομαι
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληκτώδης
ἀποπληξία
ἀποπλήξιος
ἀπόπληξις
ἀποπληρόω
ἀποπληρωματικός
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπληρωτικός
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
ἀπόπλοια
ἀποπλοκή
ἀποπλοκίαι
ἀπόπλοος
ἀπόπλοος
View word page
ἀποπληρωματικός
ἀποπληρ-ωματικός, , όν,
A). = -ωτικός, δύναμις Iamb. Myst. 3.10 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπληρωματικός
Headword (normalized):
ἀποπληρωματικός
Headword (normalized/stripped):
αποπληρωματικος
IDX:
13450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13451
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποπληρ-ωματικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">-ωτικός, δύναμις</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg006:3:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg006:3.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Iamb.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Myst.</span> 3.10 </a>.</div> </div><br><br>'}