Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀπόπλανος
ἀποπλάσσομαι
ἀποπλάστωπ
ἀποπλέκω
ἀποπλευστέον
ἀποπλέω
ἀποπληγία
ἀποπληκτεύομαι
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληκτώδης
ἀποπληξία
ἀποπλήξιος
ἀπόπληξις
ἀποπληρόω
ἀποπληρωματικός
ἀποπλήρωσις
ἀποπληρωτής
ἀποπληρωτικός
ἀποπλήσσω
ἀποπλίσσομαι
View word page
ἀποπληκτώδης
ἀπο-πληκτώδης, ες,
A). = ἀπόπληκτος , Gal. 19.110 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπληκτώδης
Headword (normalized):
ἀποπληκτώδης
Headword (normalized/stripped):
αποπληκτωδης
IDX:
13445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13446
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπο-πληκτώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀπόπληκτος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.110 </span>.</div> </div><br><br>'}