Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποπλανάω
ἀποπλάνημα
ἀποπλάνησις
ἀποπλανίας
ἀπόπλανος
ἀποπλάσσομαι
ἀποπλάστωπ
ἀποπλέκω
ἀποπλευστέον
ἀποπλέω
ἀποπληγία
ἀποπληκτεύομαι
ἀποπληκτικός
ἀπόπληκτος
ἀποπληκτώδης
ἀποπληξία
ἀποπλήξιος
ἀπόπληξις
ἀποπληρόω
ἀποπληρωματικός
ἀποπλήρωσις
View word page
ἀποπληγία
ἀπο-πληγία
,
ἡ
,
A).
=
ἀποπληξία
,
Gal.
16.672
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ἀποπληγία
Headword (normalized):
ἀποπληγία
Headword (normalized/stripped):
αποπληγια
IDX:
13441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13442
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπο-πληγία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀποπληξία</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 16.672 </span>.</div> </div><br><br>'}