Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποπήγνυμι
ἀποπηδάω
ἀποπήδησις
ἀποπηλώσειν
ἀποπηνίζομαι
ἀποπήσσω
ἀποπιδύω
ἀποπιέζω
ἀποπίεσις
ἀποπίεσμα
ἀποπιμπλάνω
ἀποπίμπλημι
ἀποπίμπρημι
ἀποπινόω
ἀποπίνω
ἀποπιπράσκω
ἀποπίπτω
ἀπόπισθεν
ἀποπιστεύω
ἀποπλάζω
ἀποπλανάω
View word page
ἀποπιμπλάνω
ἀποπιμπλάνω, rare form of sq., Agath. 5.21 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπιμπλάνω
Headword (normalized):
ἀποπιμπλάνω
Headword (normalized/stripped):
αποπιμπλανω
IDX:
13421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13422
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποπιμπλάνω</span>, rare form of sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4024.tlg001:5:21" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4024.tlg001:5.21/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Agath.</span> 5.21 </a>.</div><br><br>'}