Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποπελέκημα
ἀποπελιόομαι
ἀποπεμπτικός
ἀπόπεμπτος
ἀποπεμπτόω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεραίνω
ἀποπεραιόω
ἀποπερατίζω
ἀποπερατόω
ἀποπεράτωσις
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
ἀποπερισπάω
ἀποπερκόομαι
ἀποπέρνημι
ἀποπερονάω
ἀποπετάννυμι
ἀποπέτομαι
View word page
ἀποπερατίζω
ἀπο-περᾰτίζω, = foreg., Sch. Ar. Nu. 1454 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀποπερατίζω
Headword (normalized):
ἀποπερατίζω
Headword (normalized/stripped):
αποπερατιζω
IDX:
13399
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13400
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀπο-περᾰτίζω</span>, = foreg., Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg003.perseus-grc1:1454" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg003.perseus-grc1:1454/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Nu.</span> 1454 </a>.</div><br><br>'}