Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀδιάστατος
ἀδιάστικτος
ἀδιάστολος
ἀδιάστομος
ἀδιαστρέπτως
ἀδιάστροφος
ἀδιάσφαλτος
ἀδιάσχιστος
ἀδιάσωστος
ἀδιάτακτος
ἀδιάτμητος
ἀδιάτρεπτος
ἀδιατρεψία
ἀδιατύπωτος
ἀδίαυλος
ἀδιάφθαρτος
ἀδιάφθορος
ἀδιαφορέω
ἀδιαφορητικός
ἀδιαφόρητος
ἀδιαφορία
View word page
ἀδιάτμητος
ἀδιά-τμητος, ον,
A). not cut in pieces, Aen. Tact. 32.1 .


ShortDef

not cut in pieces

Debugging

Headword:
ἀδιάτμητος
Headword (normalized):
ἀδιάτμητος
Headword (normalized/stripped):
αδιατμητος
IDX:
1339
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-1340
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀδιά-τμητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">not cut in pieces</span>, Aen. Tact.<span class="bibl"> 32.1 </span>.</div> </div><br><br>'}