Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀποπέκω
ἀποπελεκάω
ἀποπελέκημα
ἀποπελιόομαι
ἀποπεμπτικός
ἀπόπεμπτος
ἀποπεμπτόω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεραίνω
ἀποπεραιόω
ἀποπερατίζω
ἀποπερατόω
ἀποπεράτωσις
ἀποπεράω
ἀποπέρδομαι
ἀποπερισπάω
ἀποπερκόομαι
ἀποπέρνημι
ἀποπερονάω
View word page
ἀποπεραίνω
ἀποπεραίνω,
A). complete, finish, in fut. ἀποπερᾰνῶ, Hsch.


ShortDef

complete, finish

Debugging

Headword:
ἀποπεραίνω
Headword (normalized):
ἀποπεραίνω
Headword (normalized/stripped):
αποπεραινω
IDX:
13397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13398
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποπεραίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">complete, finish,</span> in fut. <span class="foreign greek">ἀποπερᾰνῶ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}