Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀποπαύω
ἀποπεῖν
ἀπόπειρα
ἀποπειράζω
ἀποπειράομαι
ἀποπειρατέον
ἀποπέκω
ἀποπελεκάω
ἀποπελέκημα
ἀποπελιόομαι
ἀποπεμπτικός
ἀπόπεμπτος
ἀποπεμπτόω
ἀποπέμπω
ἀπόπεμψις
ἀποπενθέω
ἀποπεραίνω
ἀποπεραιόω
ἀποπερατίζω
ἀποπερατόω
ἀποπεράτωσις
View word page
ἀποπεμπτικός
ἀποπεμπτικός
,
ή
,
όν
,
A).
valedictory,
ὕμνοι
Men.Rh.
p.336S.
ShortDef
valedictory
Debugging
Headword:
ἀποπεμπτικός
Headword (normalized):
ἀποπεμπτικός
Headword (normalized/stripped):
αποπεμπτικος
IDX:
13391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-13392
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀποπεμπτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">valedictory,</span> <span class="foreign greek">ὕμνοι</span> Men.Rh.<span class="bibl"> p.336S. </span> </div> </div><br><br>'}